Θεοδώρα Καπαρή Γ΄ Βραβείο στον ΠΑΓΚΥΠΡΙΟ ΜΑΘΗΤΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ 50 ΧΡΟΝΩΝ ΑΠΟ ΤΑ ΤΡΑΓΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΟΥ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ ΤΟΥ 1974 «ΚΥΠΡΟΣ 1974: Ο ΒΙΑΙΟΣ ΞΕΡΙΖΩΜΟΣ, Η ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ ΚΑΙ Ο ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ» ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ . ΔΙΗΓΗΜΑ / ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Τίτλος έργου: «Το κλειδί» Βαθμίδα: Γυμνάσιο Κατηγορία: Β. Διήγημα / Παραμύθι Διακριτικός αριθμός: 27114
Το κλειδί Ήταν ένα αυγουστιάτικο πρωινό. Η ζέστη βάραινε τον αέρα, μα το σπίτι της γιαγιάς ήταν δροσερό από τα δέντρα της αυλής. Η γιαγιά συγύριζε το σπίτι κι εγώ προθυμοποιήθηκα να βοηθήσω. Ξεκινήσαμε να καθαρίζουμε κάποια παλιά, σκονισμένα συρτάρια. «Αυτό το συρτάρι έχει να ανοιχθεί χρόνια», είπε η γιαγιά μου με καημό, ενώ το τραβούσε προς τα έξω. Τ’ ακούμπησε πάνω στο τραπέζι. Ανάμεσα σε κιτρινισμένα χαρτιά, μισοσκισμένες φωτογραφίες και πλουμιστά σεμεδάκια, το είδα: το σκουριασμένο, μπρούτζινο κλειδί, που φαινόταν πως δεν είχε χρησιμοποιηθεί για δεκαετίες. Με δάκρυα στα μάτια μού είπε: «Αυτό, παιδί μου, είναι το κλειδί του σπιτιού μας… στη Λύση». Όταν η γιαγιά έπιασε το κλειδί, το χέρι της έτρεμε ελαφρά. Στη συνέχεια το έσφιξε στα χέρια της σαν κάτι πολύτιμο. Αναρωτήθηκα γιατί η γιαγιά έδινε τόση σημασία σε ένα κλειδί που ίσως να μην ήταν λειτουργικό σήμερα και ρώτησα: «Πώς ήταν γιαγιά το σπίτι σου;». Έμεινε για λίγο σιωπηλή. Έπειτα, λες κι είχε ανοίξει μια κρυφή πόρτα της μνήμης, άρχισε να μου μιλά για το σπίτι στο χωριό. «Στο πίσω μέρος του σπιτιού είχαμε αυλή με κληματαριές και λεμονόδεντρα, των οποίων οι ανθοί κάθε άνοιξη μοσχοβολούσαν. Να ξέρεις, σπίτι χωρίς άνθη, σπίτι χωρίς παράθυρα! Έτσι κι εγώ μπροστά στο σπίτι είχα κήπο με τριανταφυλλιές και γιασεμί που μοσχομύριζε όλη τη γειτονιά». Το αγαπημένο της σπίτι ήταν μια απλή διώροφη κατοικία με καφέ παραθυρόφυλλα. «Το σπίτι μας ήταν η καρδιά του κόσμου μας. Κάθε πρωί, ανοίγοντας το παράθυρο του σπιτιού μας, αντικρίζαμε την εκκλησία της Παναγίας —μεγάλη η χάρη της! Το μεσημέρι επιστρέφοντας από τα χωράφια, το σπίτι ήταν εκεί για την πολυπόθητη ξεκούραση. Τα απογεύματα μάς επισκέπτονταν οι γείτονες για καφέ. Απ’ το παράθυρο ακούγονταν οι φωνές των παιδιών που έπαιζαν, μεταξύ των οποίων κι ο πατέρας σου». Το σπίτι φάνταζε στις περιγραφές της ολοζώντανο, σαν να την περίμενε ακόμα να γυρίσει πίσω. Το ρυτιδιασμένο της πρόσωπο έφεξε στη θύμηση όσων αγάπησε. Όλα άλλαξαν, όταν πάτησε το πόδι του στο νησί ο Αττίλας. Στις 14 Αυγούστου του 1974 η ζωή της ανατράπηκε για πάντα, όπως και άλλων διακοσίων χιλιάδων Κυπρίων που βρέθηκαν ξαφνικά στην προσφυγιά. Η γιαγιά μου αναγκάστηκε να αφήσει το σπίτι της στη Λύση. Φεύγοντας κλείδωσε το σπίτι της και φύλαξε το κλειδί, αναμένοντας ότι σύντομα θα επέστρεφε. Δεν ξαναγύρισε ποτέ. Το κλειδί, ωστόσο, παρέμεινε στα χέρια της μέχρι σήμερα. Το κοίταζε σαν να προσπαθούσε να δει σ’ αυτό την εικόνα του κόσμου που χάθηκε, σαν να ένιωθε το βάρος μιας ζωής που είχε αφήσει πίσω της. «Το κλειδί κρατάει μέσα του όλα όσα ζήσαμε εκεί, όλα όσα χάσαμε». Ήταν πια σαν μια γέφυρα με το παρελθόν, μια μνήμη που δεν ξεθώριασε ποτέ και ταυτόχρονα μια υπόσχεση για το μέλλον. «Το σπίτι μας έχει ψυχή, είναι εκεί και μας περιμένει να επιστρέψουμε, να το ανοίξουμε με αυτό το κλειδί…». «Θέλω να το κρατήσεις εσύ, παιδί μου», είπε. «Πριν φύγω… θέλω να ξέρω ότι το κλειδί θα περάσει στα χέρια σου. Ότι θα κρατήσεις την υπόσχεση. Ότι θα θυμάσαι ποιοι ήμασταν, ποιοι είμαστε ακόμη. Ότι δεν θα αφήσεις τη μνήμη να ξεθωριάσει. Και ίσως… ίσως μια μέρα να γυρίσεις πίσω, να βρεις το σπίτι μας». Έβαλε το κλειδί στις παλάμες μου. Ήταν βαρύ∙ όχι λόγω του μετάλλου, αλλά από όλα όσα κουβαλούσε: τη μνήμη, την απώλεια, την ελπίδα. Τώρα πια έχω συνειδητοποιήσει την αξία του σκουριασμένου κλειδιού. Το ‘νιωσα σαν θησαυρό που έπρεπε να διαφυλάξω με όλο μου το είναι. Γεμάτη συγκίνηση την κοιτάω στα μάτια και της υπόσχομαι πως θα προσπαθήσω να γυρίσω πίσω και να ξεκλειδώσω το παρελθόν της, μα και το δικό μας ειρηνικό μέλλον σε μια λεύτερη πατρίδα.
|